- εξευγενίζω
- μετ.1) облагораживать; цивилизовать; 2) улучшать породу животных, виды растений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξευγενίζω — produce noble offspring pres subj act 1st sg ἐξευγενίζω produce noble offspring pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξευγενίζω — εξευγενίζω, εξευγένισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξευγενίζω — (AM ἐξευγενίζω) [ευγενίζω] καθιστώ κάποιον ευγενή προάγοντας τον πνευματικά και ηθικά («η μουσική εξευγενίζει τα ήθη») νεοελλ. βελτιώνω ζωικό ή φυτικό είδος με επιστημονικές μεθόδους («τα φυτά εξευγενίζονται με την καλλιέργεια») αρχ. παράγω… … Dictionary of Greek
εξευγενίζω — εξευγένισα, εξευγενίστηκα, εξευγενισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ευγενή, του προάγω το ήθος, τον πολιτισμό. 2. βελτιώνω ζωικό ή φυτικό είδος με επιστημονικές μεθόδους: Η καλλιέργεια εξευγενίζει τα φυτά. 3. κατασκευάζω από φτηνές φυσικές πρώτες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξευγενίσουσιν — ἐξευγενίζω produce noble offspring aor subj act 3rd pl (epic) ἐξευγενίζω produce noble offspring fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξευγενίζω produce noble offspring fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευγενίσω — ἐξευγενίζω produce noble offspring aor subj act 1st sg ἐξευγενίζω produce noble offspring fut ind act 1st sg ἐξευγενίζω produce noble offspring aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευγενιζομένων — ἐξευγενίζω produce noble offspring pres part mp fem gen pl ἐξευγενίζω produce noble offspring pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευγενίζει — ἐξευγενίζω produce noble offspring pres ind mp 2nd sg ἐξευγενίζω produce noble offspring pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευγενίζοντα — ἐξευγενίζω produce noble offspring pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξευγενίζω produce noble offspring pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευγενίσατε — ἐξευγενίζω produce noble offspring aor imperat act 2nd pl ἐξευγενίζω produce noble offspring aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευγενιζομένην — ἐξευγενίζω produce noble offspring pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)